- πρόκυρτος
- -ον, Α1. ο προς τα εμπρός κυρτωμένος2. ο πρόωρα κυρτωμένος3. ο πολύ κυρτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κυρτός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόκυρτα — πρόκυρτος convex forwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek